ἐπιχείρημα — undertaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχείρημα — Σύντομος συλλογισμός που αποτελείται από δύο ή περισσότερες προτάσεις και ένα συμπέρασμα. Οι προτάσεις ενός ε. πρέπει να τεκμηριώνουν την εξαγωγή του συμπεράσματος. Έτσι, είναι ανάγκη να τηρούνται δύο συνθήκες: κατ’ αρχάς, οι προτάσεις να είναι… … Dictionary of Greek
ἐπιχειρημάτων — ἐπιχείρημα undertaking neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήμασιν — ἐπιχείρημα undertaking neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματα — ἐπιχείρημα undertaking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματι — ἐπιχείρημα undertaking neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχειρήματος — ἐπιχείρημα undertaking neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek
αντεπιχείρημα — το επιχείρημα που προβάλλεται για να καταρρίψει άλλο επιχείρημα … Dictionary of Greek